Σελίδες

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

ΠΡΩΤΗ ΜΑΙΟΥ


Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):
I
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.
II
Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;
Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.
Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.
Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.
Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;
Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.
III
Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,
Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,
Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;
ΙV
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
...
ΙΧ
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
                                                  Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;

10 σχόλια:

  1. Καλό μήνα και Πρόσω Ολοταχώς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σε κρίσεις πανικού οι συνδυασμοί της οπισθοδρόμησης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Απλή ερώτηση ψηφοφόρου. Ο Οικονόμου που κατεβαίνει με τον Μούρτζη, ποιόν συνδυασμό υποστηρίζει. Είναι πράγματι με τον Μούρτζη ή με κάποιον άλλον. Από ότι βλέπω και ακούω, κάνει τα πάντα για να τον κάψει. Και καλά, όλοι αυτοί που εμπιστεύτηκαν τον Μούρτζη τι φταίνε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Κουιζ. Ποιός υποψήφιος δήμαρχος κανονίζει ταξιδάκια αναψυχής με υδροφόρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αυτός που ταξίδεψε με πλοίο που δεν υπάρχει πιά μπορεί να μας πει αν στο ταξίδι αυτό το πλοίο ήταν καλοτάξιδο, αν ήταν μισο άδειο, αν έπιανε στο λιμάνι κλπ κλπ κλπ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Συγνώμη, μετά το φοβερό απόσπασμα του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ υπάρχουν "νοήμονες" άνθρωποι που ασχολούνται με εκλογικά κουτσομπολιά; Τόσο μεγάλος είναι ο πολιτιστικός ξεπεσμός των Αιγινητών; Είναι δυνατόν με τέτοιο χαμηλό πολιτιστικό περιεχόμενο να περιμένουμε να πάει μπροστά η Αίγινα; Γιώργο θερμότατα ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ για την ανάρτησή σου αυτή. Γιά τους πιό πάνω σχολιαστές, ένα μόνο έχω να τους πω: ΛΥΠΑΜΑΙ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Γιώργο μετά αυτή την πολιτισμική ένεση που μας κάνεις ανάμεσα σε όλη αυτή την ιστολογική παράνοια, αποφάσισα να μην ψηφίσω ΚΚΕ και να τους στείλω στου πενήντα τα βράχια τους παλιοκουκουέδες καινα ψηφίζω "πρόσω αιγινα και άλλη ολοταχώς" και ειδικά εσένα. Δώσε κι άλλη ποίηση να εκπολιστισθούν οι αναχρονιστικοί αυτοί άνθρωποι, ώστε στη διοίκηση του δήμου να βγουν νέα παιδιά αδοκίμαστα που ότι και να αναλάβανε το φέρανε τέλεια σε πέρας και ποτέ δεν ενεργούν με παλιομοδίτικες τακτικές. Ονόματα δε λέμε καταλαβαίνει ποιον εννοώ. Είθε ο Θεός μεθ' ημών

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Τα αδοκίμαστα παιδιά ξέρουν να βάζουν υπογραφή για να γίνουν υποψήφιοι σύμβουλοι. Μετά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. 7:47 μ.μ.
    Αγαπητέ κύριε, συμφωνώ μαζί σας. Πράγματι είναι λυπηρό!

    Μα πιο λυπηρό απ’ όλα είναι, πως από μια διαφορετική οπτική γωνία το μοιρολόι αυτής της Μάνας για το σκοτωμένο παιδί της, θα μπορούσε στην εποχή που ζούμε, να ήταν το μοιρολόι της κάθε μάνας πατρίδας που μοιρολογά μέσα από μια αλληγορία [μεταφορική έκφραση] τα χαμένα παιδιά της. Αυτά που δεν την παρηγορούν, δεν μαντεύουν τις πληγές που τρώνε τα σπλάχνα της…

    Δεν έχω χρόνο να κάνω ανάλυση.

    Όσοι επιθυμούν να φωτιστούν ας μελετήσουν τον «ΕΠΙΤΑΦΙΟ» στην ανάρτηση του Διαχειριστή του Ιστολογίου, αντικαθιστώντας….την Μάνα [με την Ελλάδα]…. και το αδικοχαμένο παιδί….[με όλους εμάς!..Τους Έλληνες].

    Είμαι βέβαιος, πως όσοι το κάνουν θα καταλάβουν πολλά....μα πάρα πολλά!!

    Ίσως κάποιοι από εμάς, συνειδητοποιήσουμε τα λάθη μας….και ο επιτάφιος αυτός θρήνος….φωτίσει τις ψυχές και το πνεύμα μας....ενσταλάζοντας ελπίδα, στις ψυχές και στο μέλλον του τόπου!

    Καλό σαββατοκύριακο σε όλους μας.

    Υ.Γ.
    Θυμόμαστε, για να μην ξαναπάθουμε τα ίδια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή