Άμα θελήσεις κάποτε , μου λέει, τον κόσμο για να σώσεις, κοίτα να γίνεις ποιητής κι ευθύς να το δηλώσεις.
Το σκέφτηκα λοιπόν καλά κι είπα να δοκιμάσω αφού με μια μου δήλωση σε άλλον κόσμο όμορφο μπορούσα να περάσω.
Κι ήταν η συνταγή απλή, πράγματα απλά να πράξω. να κλείσω μάτια και αυτιά και με του νου την δύναμη σε σύννεφα ροδόχρωμα μία φωλιά να φτιάξω.
Κι οι ποιητές με δέχτηκαν με ένα μεγάλο δώρο, αφού πολλοί στριμώχτηκαν για να μου κάνουν χώρο.
Κι όλοι μαζί μιλούσαμε για πράσινα αλόγατα κι αστέρια ασημένια, μα για τον κόσμο γύρω μας καμιά δεν είχαμε έννοια.
Η Άντζι εκαιγότανε τον Τάσο να μην χάσει κι ο μπάρμπας ο Νεκτάριος τα λάγνα μάτια της μικρής ήθελε να ξεχάσει.
Κάποιος στα πορνομάγαζα ήθελε να γυρίζει κι άλλη βρήκε της γριάς το πράμα να μυρίζει.
Καθένας στην κοσμάρα του ζούσε που είχε φτιάξει, κι όλος ο κόσμος γύρω μας να σβήσει να ρημάξει.
Τίποτα απ όσα γύρευα κι απ όσα προσδοκούσα. Οι ποιητές ήταν παντού μα η ποίηση απούσα.
Κι αν πρέπει μιαν εξήγηση για όλα αυτά να δώσεις, είναι πως .....δυστυχώς στον τόπο μας είσαι ότι δηλώσεις.
(και συμπλήρωσε ο φίλος μου ο Σουλπίκιος)
Γι αυτό ίσως στον κόσμο σου φρόντισε να γυρίσεις και τον καιρό που σου μεινε ελεύθερος να ζήσεις.
Αρνήσου πια των ποιητών το πνεύμα και την δόξα, κι αγκάλιασε την μοίρα σου και την δική σου δόξα.
Ο κόσμος που γεννήθηκες θέλει δροτάρι κι αίμα. Οι ποιητάδες κι οι θνητοί ζούνε στο ίδιο ψέμα.
Όλοι το ίδιο είμαστε, για γέλια και για κλάματα, αφού γαλουχηθήκαμε με άρτον και θεάματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου