4 Φεβρουαρίου 1843 έφυγε δικαιωμένος και περήφανος παρά τις πίκρες που γεύτηκε. Κάποιες επιλογές της ζωής του θα ήταν χρήσιμες σήμερα....φτάνει κανείς να δει τις αντιστοιχίες του τότε με το σήμερα.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, η Πελοπόννησος
εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του
Ιμπραήμ, με τις περισσότερες εστίες αντίστασης να έχουν πια εξουδετερωθεί. Οι
Έλληνες κατέφευγαν πάντα σε ανταρτοπόλεμο, για τον οποίο παρατηρεί ο
Κολοκοτρώνης στα «Απομνημονεύματά» του: «O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά
διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη
πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή
αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις
κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν
χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».
Οι
εξαντλημένοι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν την αντίστασή τους όπως μπορούσαν και ο
Ιμπραήμ εφάρμοσε τότε τη μέθοδο του μαζικού προσκυνήματος: «Προσκύνημα»
ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή
ολόκληρων ομάδων (ή ακόμα και περιοχών) προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου
είχαν προηγουμένως εξεγερθεί. Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από
τους Τούρκους με χορήγηση στους προσκυνημένους ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού
ως «προσκυνοχάρτι». Με αυτό τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην
κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.
Ο
Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι όσοι οπλαρχηγοί προσκυνούσαν,
κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, ήταν
πρώην μισθοφόροι στην υπηρεσία των προκρίτων του Μοριά, αν και οι περισσότεροι
άλλαζαν στρατόπεδο υπό τον φόβο των αιγυπτιακών επιδρομών.
Και ήταν τότε που ο Κολοκοτρώνης θα προσέφερε την τελευταία
μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα. Σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος
αναζωπύρωσε τη σπίθα της ετοιμοθάνατης επανάστασης: με το σύνθημα «Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην
περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και
τσεκούρι στους προσκυνημένους!», εξαπέλυσε φόβο και τρόμο στους
προσκυνημένους. Μεταχειριζόμενος σκληρά μέτρα, απέτρεψε τον λαό της
Πελοποννήσου από το να επανέλθει κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και διατήρησε
έτσι τη φλόγα του πολέμου άσβεστη, μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου τουλάχιστον,
όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις συγκατάνευσαν στην ελευθερία της Ελλάδας.
Μέσα
στις τρομερά αντίξοες συνθήκες, που αυξάνονταν από την απροθυμία της
Αντικυβερνητικής Επιτροπής να βοηθήσει τον Κολοκοτρώνη με χρήματα και
πολεμοφόδια, εκείνος έβλεπε ότι μόνο με τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσε να
αποσοβήσει τη μεγάλη καταστροφή, τον θάνατο του επαναστατικού κλίματος δηλαδή.
Δεν ήταν ωστόσο σπάνιο να προσπαθεί να επαναφέρει τους προσκυνημένους στο
πατριωτικό τους χρέος με συστάσεις και νουθεσίες…
Ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε πάντα πως οι Έλληνες έχουν χρέος να
πολεμήσουν μόνοι τους για την ανεξαρτησία τους χωρίς ξένες παρεμβολές. Αντιμετώπιζε εξάλλου με δυσπιστία την
ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, πιστεύοντας
πως αυτή γινόταν πρώτιστα για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Από
την άλλη βέβαια πλευρά, εμφορούμενος από παροιμιώδη μεγαλοψυχία, συγχώρησε τους
εχθρούς του, ακόμα και εκείνους που ευθύνονταν για τον θάνατο συγγενών του,
ακόμα και του γιου του.
Με
την έλευση του Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής
του αν και διαφωνούσε με τον «αυταρχικό» τρόπο της εφαρμογής της. Πρωτοστάτησε
επίσης στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα