«Αντί για brand name, εμείς σπάζαμε
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο, στο βιβλίο του «Γόμορρα», περιγράφει τον τρόπο που η Ναπολιτάνικη μαφία Καμόρα, εκμεταλλεύεται τα brand name μεγάλων οίκων μόδας και παράγει μαϊμού προϊόντα, τα οποία προωθεί σε όλο τον κόσμο, πραγματοποιώντας τζίρους εκατοντάδων εκατομμυρίων.
Οι Ιταλοί μαφιόζοι εισάγουν Κινέζους ράφτες, που τους εκπαιδεύουν σε αυτοσχέδιες σχολές με εξειδικευμένους δασκάλους- εκπαιδευτές στην υψηλή ραπτική. Τα μαθήματα γίνονται με επαγγελματική σχολαστικότητα και τεχνική υπευθυνότητα. Τα ξώραφα στις τσάντες Ερμές, Γκούτσι, Πράντα θα πρέπει να είναι τέλεια, η συμμετρία, η ποιότητα φινιρίσματος καλύτερη από τα πρωτότυπα.
Το ίδιο στα πορτοφόλια, στα παπούτσια, στα φουλάρια, τις μπλούζες, τα κοστούμια, τα πουκάμισα, τα γυναικεία φορέματα.
Όπως εξηγεί ο Σαβιάνο, υπάρχουν αρκετοί οίκοι μόδας που η παραγωγή τους δεν αντιστοιχεί στην ποσότητα και εμφάνιση των προϊόντων τους στα καταστήματα πολυτελείας των μεγάλων πρωτευουσών,- διότι υπολείπεται.
Με άλλα λόγια ένα μεγάλο ποσοστό των πανάκριβων ειδών υψηλής μόδας και προϊόντα πολυτελείας ,που πωλούνται με νόμιμα παραστατικά σε ακριβά μαγαζιά στο κέντρο του Παρισιού, του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης είναι μαϊμού, αλλά κανείς δεν μπορεί να τα ξεχωρίσει από τα γνήσια, διότι είναι εφάμιλλα- αν όχι και καλύτερα.
Οι Ιταλοί βρίσκουν τρόπους να τα βγάζουν στη λιανική με κανονικά τιμολόγια και οι έμποροι που τα πωλούν στα καταστήματά τους ούτε καν το γνωρίζουν.
Όπως εξηγεί ένας μαφιόζος στον Σαβιάνο, είναι καλύτερο από το να τυπώνεις χρήμα. Γιατί κατασκευάζεις μία προβεβλημένη τσάντα που οι πλούσιοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν 5-6 χιλιάδες ευρώ, ενώ ο Κινέζος στα παράνομα εργαστήρια της Καμόρα έραψε σε τρείς ημέρες με μεροκάματα 50-60 ευρώ και τα υλικά κοστίσανε 100 ευρώ.
Καμιά φορά η οικονομική αστυνομία έχει επιτυχίες και εξαρθρώνει μέρος του κυκλώματος ή κατάσχει κάποιες αποθήκες. Στις περιπτώσεις αυτές ρωτούσαν τον Αρμάνι ή τον Βαλεντίνο ή τους υπεύθυνους της Πράντα αν επιθυμούν να προβούν σε μηνύσεις ή να διεκδικήσουν αποζημιώσεις. Όλοι τους φυσικά αρνιούνταν.
Είναι γνωστή η αγριότητα της Καμόρα όταν θέλει να τιμωρήσει παραδειγματικά όσους τολμούν να πηγαίνουν κόντρα στα συμφέροντά της.
Στις δεκαετίες του '60,'70, και '80 στη χώρα μας ανθούσαν οι βιοτεχνίες ρούχων, δερμάτινων τσαντών και υποδημάτων. Ειδικά στην Β. Ελλάδα και στην Θεσσαλονίκη υπήρχαν ολόκληρες περιοχές με χιλιάδες βιοτεχνίες που παρήγαγαν ρούχα και υποδήματα.
Ο δεύτερος σημαντικός κλάδος της φρενήρους οικονομικής ανάπτυξης, μετά την οικοδομή, στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν η βιοτεχνία. Επίσης μεγάλα τμήματα της ελαφριάς βιομηχανίας δημιουργήθηκαν ως βοηθητικοί κλάδοι της παραγωγής ρούχων και υποδημάτων, π.χ. βιομηχανίες συσκευασιών, πλαστικών κ.ά.
Ο Γιάννης Τσεκλένης σε μία ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στην ΕΡΤ, μίλησε για εκείνη την εποχή, όπου οι αγγελίες στις εφημερίδες κατέκλυζαν τις σελίδες αναζητώντας πλακοραφούδες και ράφτες από τις βιοτεχνίες.
Πολλοί νοίκιαζαν ισόγεια καταστήματα που έβαφαν τα τζάμια τους και μέσα τοποθετούσαν μηχανές ραπτικής και έραβαν φασόν.
Όπως εξηγεί ο Τσεκλένης, οι Έλληνες ήταν καλά χέρια και οι Ευρωπαίοι πελάτες τους προτιμούσαν για την ποιότητα, αλλά και τις χαμηλές τιμές που προέκυπταν από τα φθηνά εργατικά που υπήρχαν στη χώρα μας.
Το πάρτι κράτησε τριάντα χρόνια, οι Έλληνες έγιναν οι κύριοι προμηθευτές και παραγωγοί ρούχων και υποδημάτων στην Ευρώπη.
Είναι πανθομολογούμενη η αμετροέπεια ορισμένων εκπροσώπων του κλάδου της βιοτεχνίας, ενώ ο νεοπλουτισμός που εισχωρούσε στην κουλτούρα του Έλληνα τον έβρισκε ανίκανο να διαχειριστεί τα κέρδη στις καλές εποχές.
Σπατάλες, επιδειξίες πλούτου, ακριβά αυτοκίνητα, σκυλάδικα, σπάσιμο πιάτων και έλλειψη οράματος για το μέλλον.
Οι βιοτέχνες νόμιζαν ότι πάντοτε οι Ευρωπαίοι θα παραγγέλνουν την παραγωγή προϊόντων από αυτούς και η ζήτηση θα αυξάνεται διαρκώς όπως συνέβαινε επί δεκαετίες.
Έτσι, δεν επιχείρησαν ποτέ να δημιουργήσουν brand name, ώστε να αποκομίσουν τα τεράστια κέρδη που προσφέρει η αναγνωρισμένη μάρκα διεθνώς και να θωρακίσουν τις δουλειές τους.
Παρέμειναν εργάτες ή βιοτέχνες - αφεντικά εργατών που παρήγαγαν καλά προϊόντα που στο τέλος κολλούσαν ένα σηματάκι στο τελικό προϊόν το οποίο εκμεταλλεύονταν οι παραγγελιοδόχοι τους. Και κάποτε με την πτώση του ανατολικού μπλοκ, στις αρχές της δεκαετίας του '90, άνοιξαν οι αγορές τις Ασίας.
Οι ελληνικές βιοτεχνίες πλέον δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα φτηνά προϊόντα της Κίνας με τους μισθούς πείνας και το ένα δολάριο μεροκάματο. Μοιραία η ελληνική βιοτεχνία κατέρρευσε. Αντίθετα οι πρώην πελάτες μας Ιταλοί, Γερμανοί, Ολλανδοί, Βρετανοί ωφελήθηκαν από το άνοιγμα των φτηνών ασιατικών αγορών.
Ράβουν τα ρούχα τους στην Κίνα, όπου ζητούν συγκεκριμένες προδιαγραφές και βάζουν το σηματάκι του brand name τους στο προϊόν που εξακολουθούν να πωλούν ακριβά και μάλιστα έχουν μεγαλύτερο περιθώριο κερδών.
Είναι λυπηρό το γεγονός, ότι δεν υπάρχουν ελληνικά προϊόντα που να διαθέτουν ισχυρή αναγνωσιμότητα διεθνώς. Αυτό είναι μία μεγάλη αποτυχία της ελληνικής οικονομίας, κυριολεκτικά μία βαριά ταφόπλακα στην παραγωγή και το εμπόριο.
Οι Ιταλοί έχουν καταφέρει να κάνουν την ίδια την προέλευση των προϊόντων από τη χώρα τους brand name,γιατί λες είναι ιταλικό παπούτσι και αυτό σημαίνει ότι είναι καλό. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι την τέχνη της υποδηματοποιίας την έφεραν στην Ευρώπη Έλληνες Κωνσταντινοπολίτες τσαγκάρηδες και οι Ιταλοί από αυτούς έμαθαν τη δουλειά, την οποία και οικειοποιήθηκαν.
Όσο κι αν προσπαθώ να βρω εμπορικό ελληνικό σήμα που να έχει διεθνώς κύρος δεν τα καταφέρνω, με εξαίρεση τα κοσμήματα Λαλαούνη και Ζολώτα.
Υπάρχει βέβαια η φέτα, και ορισμένες προσπάθειες ποτοποιών για τα κρασιά τους, που πρέπει να ενθαρρύνουμε. Βεβαίως και είναι δύσκολο να επιβληθεί η παγκόσμια αναγνωσιμότητα ενός προϊόντος γιατί χρειάζεται τεράστιο κεφάλαιο διαφήμισης, προώθησης και σταθερή ποιότητα.
Κάποιοι προσπάθησαν όπως ο Λάκης Γαβαλάς που όμως ήταν άτυχος στην οικονομική κρίση και υπέστη όλο το γραφειοκρατικό μίσος που τον εξόντωσε. Ο Τσεκλένης είχε αρχίσει να επιβάλει το όνομά του στην Ευρώπη, αλλά τον σταμάτησε το πρόβλημα υγείας του.
Σε μία χώρα που η κυρίαρχη νοοτροπία είναι πως το κέρδος και το επιχειρείν είναι ποινικό αδίκημα και ενοχή, είναι σχεδόν αδύνατο να εξηγήσεις πως οι άνθρωποι που διαθέτουν όραμα για να προβάλουν τα προϊόντα τους διεθνώς είναι εκπρόσωποι και διαφημιστές της χώρας τους.
Στις χρυσές εποχές το κράτος είχε σταθεί στους εξαγωγείς βιοτέχνες ( να το αναγνωρίσουμε) προσφέροντας εξαγωγικό πριμ αλλά και έγιναν διάφορα ευτράπελα και κομπίνες, θαλασσοδάνεια και απάτες.
Η πιο διαδεδομένη απάτη της εποχής ήταν πως εξήγαγαν σε δικές τους εταιρίες στο εξωτερικό, κοντέινερ με στουπιά ή ρετάλια μηδαμινής αξίας που βάφτιζαν ρουχισμό και σε συνεργασία με τελωνειακούς και υπαλλήλους του υπουργείου εκταμίευαν το ποσό του πριμ που το μοιράζονταν.
Όλα τα σκέφτηκε ο δαιμόνιος Έλληνας επιχειρηματίας βιοτέχνης (μαζί και το πολιτικό σύστημα που κυβερνούσε), το μόνο που δεν του πέρασε από το μυαλό, ήταν πώς αν δεν έκανε ο ίδιος brand name για να θωρακίσει τη δουλειά του και έτσι να έχει εξασφαλισμένες πωλήσεις, θα παρέμενε στην ουσία εργάτης και νεροκουβαλητής, και θα ερχόταν μία μέρα που οι πελάτες του θα έβρισκαν φθηνότερους εργάτες και οι αγορές θα του γυρνούσαν την πλάτη.
ΝΙΚΟΣ ΚΤΙΣΤΑΚΗΣ