Από τα πρώτα θύματα του κορωνοϊού στη χώρα ήταν η ελληνική γλώσσα. Κι αυτό διότι η έλευσή του ως αντικείμενο καθημερινού δημόσιου λόγου συνοδεύτηκε από έναν εμφύλιο πόλεμο απόψεων περί της ορθής απόδοσης στα ελληνικά του αγγλικού όρου coronavirus. ΚορωνΑϊός ή κορωνΟϊός; Με φωνήεν το Α ή το Ο πριν από το β' συνθετικό -ιός; Το ερώτημα ποια έμελλε να επικρατήσει ως η σωστή ορθογραφία της λέξης και γιατί, είναι το πρώτο σε μια σειρά γλωσσικών ζητημάτων που προκαλούνται από την πανδημία.
Επειτα από μια σχετική έρευνα στις αναρτήσεις και σε πληθώρα από συνοδευτικά σχόλια μέσα από τις σελίδες του Μεγάλου Ηλεκτρονικού Λεξικού Νεοελληνικής Γλώσσας (ΜΗΛΝΕΓ) των Εκδόσεων Πατάκη (το πρώτο ελληνικό λεξικό που κατέγραψε στο λημματολόγιό του το λήμμα κορωνοϊος) αλλά και μέσω του «ζωντανού» ηλεκτρονικού φόρουμ Λεξικολογία, διαπιστώσαμε ότι αρχικά υπάρχει διχογνωμία. Σε αυτές τις δύο διαφορετικές αλλά αξιόπιστες, για όσους εργάζονται με τη γλώσσα, πηγές, επικρατούν δύο στρατόπεδα ορθογραφίας! Από τη μία πλευρά είναι οι επικρατούσες απόψεις από το στρατόπεδο των φιλολόγων που υποστηρίζουν ότι τα γραμματικά φαινόμενα της ελληνικής πρέπει να τηρούνται κι άρα η σωστή απόδοση είναι κορωνοιός με -ο- ανάμεσα στα δύο συνθετικά της λέξης. Από την άλλη, όσοι επιμένουν πως πρόκειται για δανεισμό από διεθνή ορολογία συνεπώς δεν είναι σφάλμα να τηρείται το -α- από τη λήγουσα του αγγλικού α' συνθετικού corona, άρα και το κορων-α-ιός είναι επίσης σωστό.Ποια είναι λοιπόν η κατάσταση σήμερα όταν μια πρόχειρη αναζήτηση στη google εμφανίζει και τα δύο να χρησιμοποιούνται; Μετά από τόσους μήνες κι ειδικότερα, έπειτα από τη σχετική παρέμβαση του καθηγητή Γλωσσολογίας και λεξικογράφο Γεώργιου Μπαμπινιώτη από τον περασμένο Ιανουάριο, φαίνεται πως η γλωσσική διαμάχη έχει κριθεί στο πεδίο, πλειοψηφικά. Αν πληκτρολογήσουμε κορωνΑιός προς αναζήτηση στη google εκείνη σε ρωτάει διορθωτικά «μήπως εννοείται κορωνΟιός;». Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές πάντως, αν αναζητήσεις τη λέξη με α, γράφοντας «ο κορων-α-ιός», εμφανίζει 649.000 αποτελέσματα ενώ το ορθό γραμματικά «ο κορων-ο-ιός» εμφανίζει 50.000.000 αποτελέσματα. H σωστή γραφή της ονομασίας του ιού επικράτησε αφού κι ο ίδιος ο κρατικός ΕΟΔΥ έχει καταργήσει στις ανακοινώσεις του τη χρήση της λέξης με -α- κι έχει υιοθετήσει πλέον τη χρήση του όρου με το -ο-.
Για το δίλημμα κορωνΑϊός ή κορωνΟϊός, ο κ. Μπαμπινιώτης είχε διευκρινίσει ότι το σχήμα του ιού με τη χαρακτηριστική στεφάνη που θυμίζει κορώνα ήταν μεν η αιτία για το όνομα που αποδόθηκε στον ιό (coronavirus) αλλά κακώς αποδόθηκε στα ελληνικά «κορωνΑϊός» αποδίδοντας έτσι με ακρίβεια το αγγλικό πρωτότυπο αλλά κατά παράβαση των κανόνων της σύνθεσης που απαιτούν -ο- ως συνδετικό φωνήεν ανάμεσα στα δύο συνθετικά κορών+ιός. Στη σχετική ανάρτησή του, ο καθηγητής διευκρίνιζε πως ο σωστότερος όρος είναι ο «κορωνοιός», με -ω αντί για -ο στη δεύτερη συλλαβή και χωρίς -α στην παραλήγουσα.Επιπλέον, ο κανόνας λέει ότι στη σύνθεση των δύο αρχικών λέξεων κορων+ιός επειδή το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν θα ήταν σωστό να ονομάζεται σκέτο κορωνιός. Επειδή όμως αν γραφεί έτσι, μπορεί να προφέρεται με συμπροφορά της ληκτικής συλλαβής όπως (π.χ. παλιός, Ρωμιός) σαν να κατάγεται από την Κορώνη, προς αποφυγή παρεξηγήσεων είναι προτιμότερο να μπει το συνδετικό φωνήεν -ο- όπως ισχύει για τα σύνθετα όταν το β' συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο (π.χ. ειρηνοποιός και όχι ειρηνηποιός, παιδότοπος κι όχι παιδίτοπος κ.ο.κ.)
Ο Γ. Μπαμπινιώτης ήταν εκείνος που έσπευσε επίσης να τονίσει και τη διαφορά μεταξύ «κορόνας» και «κορώνας» προτρέποντας τη χρήση με -ω- η οποία υπενθυμίζει την ετυμολογική της αρχή (από την αρχαία κορώνα) έναντι της απλοποιημένης εκδοχής (κορόνα με ο). Μια πρόχειρη αναζήτηση ωστόσο στη google εμφανίζει περίπου 21 εκατομμύρια αναφορές στην απλοποιημένη ορθογραφία με το -ρο- και περί τις 570 χιλιάδες αναφορές στη λέξη γραμμένη με -ρω- κι επίσης η αυτόματη διόρθωση π.χ. στη σύνταξη e-mail της google, αν βάλεις -ω-, στο υπογραμμίζει προς διόρθωση σε κορOνοιός. Μάλιστα η wikipedia θεωρεί την ορθογραφία με -ο- ως κύρια και την ορθογραφία με -ω- ως εναλλακτική. Περίεργα πράγματα - άρα και τα δύο μετράνε ως σωστά. Επίσης βλέπουμε μεγάλα ειδησεογραφικά site της χώρας να δημοσιεύουν τη λέξη πότε με -ω- και πότε με -ο- αφού θεωρούνται και τα δύο αποδεκτά. Το αν αυτή η τάση για ομογενοποίηση κι απλοποίηση στην ορθογραφία νικά τη γραμματική ευνομία, παραμένει λοιπόν ένα ερώτημα στην περίπτωση του κορωνοϊού.
Ποιες είναι όμως οι πραγματικά καινούργιες κι εντελώς νεοφανείς λέξεις που κομίζει η πανδημία στη γλώσσα; Oι συντάκτες του Λεξικού της Οξφόρδης που εκδίδουν ενημερώσεις 4 φορές το χρόνο για οτιδήποτε αφορά την εξέλιξη της γλώσσας, επισημαίνουν ότι η μόνη ολότελα νέα λέξη που έφερε η πανδημία είναι το συναρμολογημένο και προσαρμοσμένο, προς χάριν ευηχίας, ακρωνύμιο COVID-19 (Co-rona Vi-rus Disease) όπου το τελικό αγγλικό σύμφωνο D αναφέρεται στην λέξη Disease (μτφρ. η ασθένεια). Η λέξη αυτή πρωτοεμφανίστηκε στις ανακοινώσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στις 11 Φεβρουαρίου 2020 σαν συντομογραφία της φράσης "coronavirus disease 2019".
Αυτή η λεπτομέρεια ωστόσο είναι κάτι που έχει επιφέρει σύγχυση ως προς το γένος του άρθρου - αν θα πρέπει να χρησιμοποιείται το αρσενικό ή θηλυκό. Κι αυτό διότι ο ιός αυτός καθαυτός ονομάζεται ιατρικά SARS-COV-2 όμως η ασθένεια που προκαλεί ονομάζεται COVID-19. Ως εκ του τούτου το ακρωνύμιο COVID-19 πρέπει να συντάσσεται με σωστό για άρθρο το «η», δηλαδή πρέπει να λέμε «η COVID-19» ώστε να συμφωνεί κατά γένος με το disease δηλ. όπως η ασθένεια ή η νόσος, γένους θηλυκού. Σήμερα, τόσους μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, με μια πρώτη ματιά στα αποτελέσματα της διαδικτυακής αναζήτησης βλέπουμε να εμφανίζονται δημοσιογραφικά κείμενα και με τα δύο γένη άρθρου σε χρήση μπροστά από το ακρωνύμιο COVID-19. Γιατί δεν υπάρχει ομοφωνία; Αυτή η ιδιαιτερότητα έχει οδηγήσει στο να βρεθεί η κατάσταση στην ευχέρεια του εκάστοτε χρήστη της λέξης: τα κείμενα που κάνουν χρήση του ακρωνύμιου COVID-19 με αρσενικό άρθρο, το κάνουν επειδή αναφέρονται με αυτό το ακρωνύμιο στον ίδιο τον ιό π.χ. καλπάζει ο Covid-19 με 358 κρούσματα. Δηλαδή αποφεύγουν στην πράξη την ελληνική κορονοιός ή την μακροσκελέστερη και δσυκολοπρόφερτη «Sars-cov-2» όπως θα ήταν ορθότερο - λόγω συνήθειας, ευκολίας ή κεκτημένης ταχύτητας. Αντίθετα όσοι υιοθετούν το θηλυκό άρθρο «η» για το ακρωνύμιο COVID-19 αναφέρονται πράγματι είτε στην ίδια την ασθένεια (π.χ. Η Covid-19 δεν είναι απλή γρίπη) είτε στην πανδημία της ασθένειας (π.χ. επελαύνει η Covid-19 στην Ευρώπη) όπως προκύπτει από το συγκείμενο - ασθένεια και πανδημία είναι θηλυκού γένους λέξεις και στα Ελληνικά άλλωστε. Με άλλα λόγια, η χρήση της γλώσσας αγκαλιάζει και τα δύο, στη λογική πως αφού σκεφτόμαστε στα Ελληνικά, όταν περιγράφουμε την ασθένεια διατηρούμε το θηλυκό άρθρο ενώ όταν αναφερόμαστε στον ίδιο τον ιό βάζουμε στην ίδια λέξη το αρσενικό άρθρο για ευκολία.Επιπλέον επειδή ο όρος COVID-19 είναι ξενόγλωσσο αρκτικόλεξο ακολουθείται κατά κανόνα το πρωτότυπο κι οι κανόνες είναι οι εξής: όσα αρκτικόλεξα αποτελούνται από μέχρι και πέντε γράμματα γράφονται με όλα τα γράμματα κεφαλαία (DRIVE, RACE, CEN) ενώ όσα αποτελούνται από έξι ή περισσότερα γράμματα γράφονται με το αρχικό κεφαλαίο και με τα υπόλοιπα γράμματα μικρά (Eurostat, Ecofin, Unesco). Κατ' επέκταση το COVID-19 παίζει και στις δύο κατηγορίες του παραπάνω κανόνα ανάλογα αν προσμετράται ο αριθμός 19 (που παριστά το 2019 έτος ανακάλυψης του ιού) αφού πρόκειται για μεταφραστική σταθερά. Αν έλλειπε ο αριθμός 19 θα ήταν αρκτικόλεξο με 5 γράμματα οπότε η συμμόρφωση με τον κανόνα των κεφαλαίων θα ήταν αναγκαία - υπό την προϋπόθεση πάντα ότι υπάρχει γνώση και σεβασμός στον κανόνα. Αλλά επειδή ο αριθμός 19 προσμετράται σαν έξτρα γράμματα, στην πράξη υπερβαίνεται ο κανόνας, κάτι το οποίο μας το επιβεβαιώνει και μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο. Εκεί, περισσότερο με κατανόηση της κατάστασης παρά με έκπληξη, θα δούμε και τα κεφαλαία και τα μικρά και τα πεζοκεφαλαία να γράφονται εξίσου - πότε ως COVID-19 (με όλα κεφαλαία) και πότε ως covid-19 αλλά και Covid-19, με την παύλα πάντα μεταξύ της λέξης και του αριθμού να διατηρείται. Αυτή η ελεύθερη προσαρμογή παρατηρείται και στα αγγλόφωνα σάιτ π.χ. το "όλα κεφαλαία" επικρατεί στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία ενώ το "Covid" είναι πιο δημοφιλές στην Αγγλία, την Ιρλανδία, τη Νέα Ζηλανία και τη Νότια Αφρική, σύμφωνα με σχετική έρευνα του περιοδικού Scientific American.
Η γλωσσοπολιτική διαμάχη «κρούσμα» ή «φορέας»
Κάμποσο δημοσιογραφικό μελάνι χύθηκε πρόσφατα σχετικά με την ορθότητα χρήσης της λέξης «κρούσμα» καθώς ακούμε και διαβάζουμε για κρούσματα από τον κορωνοϊό καθημερινά. Άλλο πράγμα είναι το κρούσμα και άλλο είναι ο φορέας, λένε οι διαφωνούντες και προς επίρρωση παραπέμπουν στο Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη. Εκεί η λέξη κρούσμα ορίζεται ως «η εκδήλωση συμπτωμάτων προσβολής από μολυσματική νόσο» σε αντιδιαστολή με τη λέξη «φορέας» η οποία στο ίδιο λεξικό ορίζεται ως «το πρόσωπο που φέρει ιό ασθένειας, χωρίς το ίδιο να την εκδηλώνει». Άρα όταν ακούμε τους γιατρούς, τους κυβερνητικούς και τους δημοσιογράφους να μιλάνε συνεχώς για τα καθημερινά «κρούσματα του κορωνοϊού» πρόκειται για λάθος χρήση της λέξης «κρούσμα», υποστηρίζουν εκείνοι που αντιλέγουν, διότι δεν έχουμε να κάνουμε με ασθενείς του ιού αλλά με φορείς απλά. Με βάση αυτή τη λογική, τότε κι η φράση «ασυμπτωματικά κρούσματα» που ακούγεται από δημοσιογράφους είναι οξύμωρη αφού ασυμπτωτικοί είναι οι φορείς ενώ τα κρούσματα εκδηλώνουν τα συμπτώματα της νόσου. Είναι όμως έτσι;
Το πώς έχει προκύψει αυτή η γλωσσική αντιπαράθεση, παραμένει μια εύλογη απορία. Την πιθανή απάντηση έρχεται να διαφωτίσει ένα άλλο λεξικό, το Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων Υγιεινής κι Επιδημιολογίας του Συνδέσμου Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών το οποίο αποτελεί καρπό ομαδικής εργασίας 13 πανεπιστημιακών κι είναι δωρεάν διαθέσιμο διαδικτυακά. Σε αυτό το εξειδικευμένο, στην επιστημονική ορολογία, λεξικό, διαβάζουμε ότι η λέξη φορέας αντιστοιχεί στο αγγλικό carrier ενώ η λέξη κρούσμα έχει ευρύτερη χρήση καθώς προέρχεται από την αγγλική λέξη case η οποία ιατρικά μεταφράζεται και «περιστατικό» ή «περίπτωση» για τους ασθενείς από λοιμώδη νοσήματα (βλ. κορωνοϊός) κι αναφέρεται σε ένα επεισόδιο ή στην πρώτη εκδήλωση μιας νόσου σε άτομο. Ένα άτομο που αρρωσταίνει πολλές φορές στη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης είναι επίσης κρούσμα. Στη ίδια ομάδα ορολογίας ανήκει και η φράση «κρούσμα αναφοράς» αλλιώς και "ασθενής 0", μια φράση που την ακούσαμε πολλές φορές να περιγράφει το κρούσμα που αναγνωρίστηκε πρώτο στην αρχή της πανδημίας ή σε μια συρροή κρουσμάτων. Μεταφραστικά λοιπόν, διευκρινίζει το λεξικό, οι λέξεις «κρούσμα», «περίπτωση», «ασθενής» και «περιστατικό» είναι ισότιμοι όροι, ανάλογα με τα συμφραζόμενα κι αντιστοιχούν κι οι 4 στη μία αγγλική λέξη, το case.Η διαμάχη για τη χρήση της λέξης «κρούσμα» λοιπόν αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα των προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάχυση και μετάφραση αγγλόφωνης ιατρικής ορολογίας στο δημόσιο λόγο, ειδικά εν καιρώ πανδημίας. Κι όπου υπάρχει μεταφραστικός πλουραλισμός, όπως στην περίπτωση της λέξης case με τους 4 ισοδύναμους ελληνικούς όρους (κρούσμα/περίπτωση/ασθενής/περιστατικό) ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της παρερμηνείας και της καταχρηστικής διαστολής των νοημάτων. Με πιο απλά λόγια, το Λεξικό του Συνδέσμου Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών μας ενημερώνει ότι το αγγλικό case, στα ελληνικά «κρούσμα», δεν σημαίνει στην ιατρική ορολογία αποκλειστικά «ασθενής» αλλά είναι ανοιχτό μεταφραστικά και ως περιστατικό ή περίπτωση επίσης. Πράγματι πολλάκις ακούμε, είτε γιατρούς, είτε τον ίδιο τον Ν. Χαρδαλιά της Πολιτικής Προστασίας, να μιλάνε για περιστατικά ή περιπτώσεις αναφερόμενοι σε κρούσματα κι επειδή κι οι 4 όροι είναι εναλλάξιμοι, όπως αποσαφηνίζει το λεξικό, ίσως σε αυτό το σημείο είναι που ξεκινάει η σύγχυση. Η δε wikipedia αναφέρει τη λέξη «κρούσμα» επίσης πανπεριεκτικά, δηλαδή ως κάθε περίπτωση προσβολής από μολυσματική αρρώστια.
Αυτή η διαμάχη για τη δημόσια επικράτηση συγκεκριμένων λέξεων έναντι κάποιων άλλων δεν είναι όμως αποκλειστικά και μόνο μεταφραστική υπόθεση αλλά εμπεριέχει και μια πολύ σοβαρή διάσταση πολιτικής επικοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα συνδέεται με αυτό που ο Lawrence Freedman, καθηγητής στο τμήμα Σπουδών Πολέμου του King’s College του Λονδίνου αποκαλεί «ρητορικά επινοήματα (εκ μέρους των κυβερνήσεων) για να ενθαρρύνουν την εθνική προσπάθεια». Σε σχετικό άρθρο του με τίτλο «Ο Κορωνοϊός και η γλώσσα του Πολέμου» στη ιστοσελίδα του καταξιωμένου βρετανικού περιοδικού Νewstatesman (Απρ. 2020), ο καθηγητής τονίζει πως σήμερα, χρησιμοποιούμε τη γλώσσα των συγκρούσεων (πόλεμος) για να αναφερθούμε στην τρέχουσα πανδημία του Covid-19. Το τεκμηριώνει παραθέτοντας μία σειρά από δημόσιες δηλώσεις ηγετών μεγάλων χωρών (Βασίλισσα Ελισσάβετ, προέδροι Κίνας, Γαλλίας, Αμερικής, Γερμανίας) αλλά και παραδείγματα από το παρελθόν στα οποία οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν λέξεις και φράσεις που θυμίζουν πόλεμο για να ανταποκριθούν επικοινωνιακά σε εθνικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Χαρακτηριστικά προσθέτει: πάνω απ’ όλα, η πανδημία θυμίζει τον πόλεμο, διότι η πορεία της μετράται σε θανάτους ενώ μέρος του τελετουργικού του Covid-19 είναι η καθημερινή επιβεβαίωση αριθμών, ποσοστών μόλυνσης και θανάτων.To σημείο κλειδί όμως στο εν λόγω άρθρο είναι η εξής διαπίστωση του καθηγητή: «Εδώ, για άλλη μια φορά, λειτουργεί η αναλογία του πολέμου: ιστορικά, οι κυβερνήσεις συχνά ήταν απρόθυμες στο να ομολογήσουν στον λαό τους για τις πραγματικές απώλειες μάχης, ώστε να μην υπονομευτεί το εθνικό ηθικό κι αυξηθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια».
Αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται να συμβαίνει από την πλευρά των κυβερνήσεων, κατ' επέκταση κι οι φωνές της αντιπολίτευσης, τις οποίες συχνά ακούμε να καπηλεύονται ιδιοτελώς την όποια λαϊκή δυσαρέσκεια, είναι εκείνες που έχουν λόγο να ανθίστανται σε τέτοιου είδους κυρίαρχα αφηγήματα και ρητορικές. Παρέα με πάσης φύσεως πνεύματα αντιλογίας. Στην πράξη όπως φαίνεται, και με μπόλικη δόση υπερβάλλοντα ζήλου, όσοι διαφωνούν με αυτή την ρητορική του πολέμου που εξηγεί ο καθηγητής, καταλήγουν να μεταφέρουν αυτή τους τη διαφωνία και στο γλωσσικό επίπεδο με κάθε κόστος, ακόμα και με όπλο τους λεκτικά παιχνίδια και διασταλτικές ερμηνείες εξ αφορμής της επίμαχης ιατρικής ορολογίας που έχει εισβάλει στην ειδησεογραφία σήμερα. Υπό αυτό το πρίσμα της «με κάθε κόστος» πολιτικής αντιπαράθεσης μπορούμε να ερμηνεύσουμε καλύτερα την απροσδόκητη αυτή αμφισβήτηση της ορθότητας της λέξης «κρούσμα». Μια λέξη η οποία αν κι ευσταθεί επιστημονικά, κάποιοι δημοσιογράφοι την αμφισβήτησαν με λάβαρο την αυθεντία του καθηγητή Μπαμπινιώτη και του λεξικού του. Μια λέξη που υπονοεί χτύπημα και παραπέμπει σε μάχη (βλ. επίσης κρούση, στρατιωτικός όρος) δηλ. είναι σε σύμπνοια με τις τρέχουσες επικοινωνιακές ανάγκες των δημόσιων πολιτικών, έναντι της εναλλακτικής που προτείνουν, της αποφορτισμένης νοηματικά "φορέας". Κι αν όντως ισχύει το αξίωμα ότι η γλώσσα παράγει πολιτική, τότε γίνεται αντιληπτό ότι για κάποιους ισχύει πως αν πρέπει πάση θυσία να χτυπηθεί μία πολιτική, αξίζει να πιαστεί κανείς ακόμη κι από τις λεπτομέρειες - κάνοντας τη τρίχα τριχιά. Κόντρα σε κάθε επιστημοσύνη, φαίνεται πως τελικά υπάρχουν κι εκείνοι που δεν διστάζουν να τα βάζουν με τις λέξεις και να παίζουν με τις έννοιες, καταλήγοντας να φλερτάρουν ακραία με έναν νέου τύπου λαϊκισμό που ερμηνεύει κατά το δοκούν τα κρούσματα απλά ως φορείς, τις μάσκες ως φίμωτρα, την πανδημία ως μια απλή γρίπη κ.ο.κ.
Η διάλεκτος της καραντίνας
Επιπλέον οι αλλαγές στη γλώσσα λόγω κορωνοϊού έχουν να κάνουν με την δραστική επάνοδο ξεχασμένων όρων απ' το παρελθόν, που όμως βρίσκονται πλέον σε καθημερινή χρήση. Λέξεις και φράσεις που σχετίζονται με την κοινωνική απομόνωση δεν είναι πρωτόγνωρες. Χαρακτηριστικά, η λέξη καραντίνα, από το παλαιό ιταλικό quarantina (σύγχρ. quarantena) με ρίζα το quaranta «σαράντα» (λατ. quadraginta) που δήλωνε την περίοδο απομόνωσης 40 ημερών που επέβαλλαν οι Αρχές προτού επιτρέψουν να ελλιμενιστεί πλοίο για το οποίο υπήρχαν πληροφορίες ότι μετέφερε επιβάτες με μεταδοτική ασθένεια, προέρχεται από εποχές περασμένων αιώνων, όταν η ανθρωπότητα πάλευε με επιδημίες πανούκλας και χολέρας. Τα ρήματα που βλέπουμε να συντάσονται με τη λέξη καραντίνα είναι το «μπαίνω» και το «είμαι» π.χ. «ο εργαζόμενος μπαίνει σε προληπτική καραντίνα για 14 ημέρες» ή «τι πρέπει να κάνεις όταν είσαι σε καραντίνα» ενώ συχνά ακούμε και τη φράση «έσπασε την καραντίνα» όταν κάποιο διαγνωσμένο κρούσμα βγαίνει έξω από το χώρο στον οποίο οι αρχές του έχουν επιβάλει απομόνωση, κατά παράβαση του νόμου. Μιλώντας για καθομιλουμένη, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είδαμε τη... γέννηση μιας νέας λέξης, το ρήμα «καραντινιάζω» π.χ. πήγε στο εξοχικό της για να καραντινιάσει εκεί, εννοώντας την αυτοεπιβαλόμενη απομόνωση, με μια νότα χιούμορ. Επίσης νέες φράσεις έχουν δημιουργηθεί με βάση το προϋπάρχον λεξιλόγιο βλ. «τοπικό απαγορευτικό» ή «τοπικό lockdown». Ο κ. Μπαμπινιώτης ήταν εκείνος ο οποίος πάλι με παρέμβαση του στο δημόσιο βήμα, πρότεινε την αντικατάσταση του αγγλικού όρου lockdown (για τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας) που έχει υιοθετηθεί σε πολλές χώρες από τον Μάρτιο, με την αντίστοιχη ελληνική «απαγορευτικό» - μια λέξη γνώριμη για τον απόπλου σε περίπτωση κακού καιρού. Τη φράση «τοπικό απαγορευτικό» την ακούμε πλέον συχνότερα, έναντι του "τοπικό lockdown" στα ΜΜΕ όταν εφαρμόζονται μέτρα απαγόρευσης κυκλοφορίας σε επίπεδο χωριών, πόλεων, νησιών και νομών - και στην πιο χαριτωμένη εκδοχή της «μίνι lockdown». Το αν γράφεται με ελληνικούς ή αγγλικούς χαρακτήρες π.χ. λοκντάουν παραμένει ένα θέμα εσωτερικού τυπικού της κάθε έκδοσης, όπως ισχύει για όλες τις ξένες λέξεις που έχουν ενσωματωθεί στα Ελληνικά.
Καταιγισμός ορολογίας στην καθημερινότητα
Μία από τις βασικές επιδράσεις της πανδημίας στη γλώσσα είναι ότι έφερε στο προσκήνιο του καθημερινού λόγου, λέξεις και φράσεις από την άγνωστη, για το ευρύ κοινό, γλώσσα της επιδημιολογίας όπως οι όροι «κοινωνική αποστασιοποίηση» και «ρυθμός μετάδοσης». Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις όπως «μετάδοση στην κοινότητα» (community trasmission), μια έκφραση που χρονολογείται από το 1959 και «διασπορά στην κοινότητα» (community spread), όρος που πρωτοεμφανίστηκε σε έντυπο το 1903. Τέτοιου είδους προσθήκες με διάχυση εξειδικευμένης ορολογίας στο καθημερινό λεξιλόγιό μας δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο - άλλωστε η γλώσσα της τεχνολογίας μας έχει ήδη εδώ και καιρό «εκπαιδεύσει» να είμαστε δεκτικοί σε νέα και δη ξενόφερτη ορολογία. Η ιατρική και η δημόσια υγεία δεν θα ήταν δυνατό να μείνουν εκτός αυτής της εξέλιξης κι εδώ είναι που τα Μέσα Ενημέρωσης, καλώς ή κακώς, καλούνται να κάνουν τη δουλειά της επιστημονικής εκλαΐκευσης καθώς η επικαιρότητα το επιβάλλει. Το γλωσσικό αυτό συμβάν αποτελεί περίτρανη επιβεβαίωση της κοινοτοπίας ότι η γλώσσα αποτελεί έναν ζωντανό οργανισμό που μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές.
Πρωτάκουστες λέξεις για το ευρύ κοινό είναι οι όροι επιπολασμός κι επίπτωση όταν μιλάμε για επιδημία. Επιπολασμός (prevalence) αναφέρεται στον αριθμό των περιστατικών ή κρουσμάτων που ήδη υπάρχουν στον πληθυσμό - κάτι που παραμένει άγνωστο λόγω του ότι υπάρχει η μεγάλη μάζα εκείνων που δεν το γνωρίζουν αν έχουν κορωνοϊό ή όχι. Ο επιπολασμός δεν πρέπει να συγχέεται με την επίπτωση (incidence), που μετρά πόσο γρήγορα εμφανίζονται τα νέα περιστατικά στον πληθυσμό δηλ. ο επιπολασμός είναι ευθέως ανάλογος προς το βαθμό επίπτωσης και τη χρονική διάρκεια μιας πανδημίας.
Λόγω της πανδημίας, εισέβαλλαν στην ειδησεογραφική γλώσσα ονομασίες υπαρχόντων φαρμάκων όπως η διαβόητη υδροξυχλωροκίνη, ένα φάρμακο για την ελονοσία του οποίου η ονομασία πρωτοεμφανίστηκε διεθνώς σε έντυπη μορφή το 1951. Από τις χιλιάδες ονομασίες ιατρικών φαρμάκων που υπάρχουν στη διάθεση της ιατρικής και της επιδημιολογίας είναι άγραφος νόμος ότι στα λεξικά καταλήγουν να εντάσσονται μόνο εκείνα που είναι ευρέως διαδεδομένα π.χ. θα δεις να γράφουν για την ασπιρίνη αλλά δεν θα δεις αναφορά π.χ. για την υδροξυλοχλωροκίνη. Το Λεξικό Αγγλικών της Οξφόρδης έκρινε σκόπιμο να το συμπεριλάβει στα λήμματα του μόλις τον περασμένο Ιούλιο λόγω της χρήσης του για τον κορωνοιό. Στην ελληνική wikipedia έχει γίνει πρόσφατα προσθήκη ότι πρόκειται για πειραματική θεραπεία στην ασθένεια του κορωνοϊού. Επίσης ακούσαμε για την δεξαμεθαζόνη (μια μορφή κορτιζόνης η οποία χρησιμοποιείται εδώ και πολλές δεκαετίες) αλλά και νέες ονομασίες όπως η ρεμντεσιβίρη (το πρώτο πειραματικό φάρμακο κατά του κορωνοϊού), ονομασίες φαρμάκων για τα οποία ακούσαμε συχνά, ειδικά μετά από τη νόσηση του Αμερικανού Προέδρου Donald Trump. Οι ξενικές αυτές ονομασίες, ως λήμματα θα βρουν το δρόμο της καταχώρησης στα ελληνικά λεξικά μόνο αν τα φάρμακα αυτά γίνουν ποτέ ευρείας χρήσης.
Η καθομιλουμένη του κορωνοϊού
Νέες εκφράσεις όπως ο χαιρετισμός με αγκώνες, το αμοιβαίο χτύπημα των αγκώνων (από το αγγλικό elbow bump) που είδαμε να αναδεικνύεται ως ο υγειονομικά ορθός τρόπος δημόσιου χαιρετισμού μεταξύ δύο ατόμων, αποτελεί μετεξέλιξη φράσης για χειρονομία όπως το «κόλλα πέντε» (high-five), μια έκφραση που χρονολογείται από το 1981. Η λέξη αγκωνιά στα ελληνικά αφορά είδος ποδοσφαιρικού φάουλ γι' αυτό και σήμερα δεν λέμε «χτυπάμε αγκωνιές» αλλά είθισται να λέμε περιφραστικά «χαιρετισμός με αΣτην αγγλική καθομιλουμένη ο κορωνοϊός συναντάται και ως «rona» ή «the rona», μια λέξη τόσο νεοφανή και τόσο πολύ αργκό που τα μεγάλα λεξικά δεν την έχουν καν συμπεριλάβει στις ηλεκτρονικές τους ενημερώσεις. Αντίστοιχα στα ελληνικά, ακούσαμε να επανέρχεται η παρωχημένη λέξη «χτικιό» με χρήση κυρίως σε σατυρικές εκπομπές. Το χτικιό, δηλ. η φυματίωση, είναι μια λέξη που χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι αρχές του '60, όταν η ασθένεια ήταν καλπάζουσα. «Το χτικιό», «το θανατικό» και παρόμοιες φράσεις περιγράφουν την ασθένεια που δεν είχε θεραπεία, κάτι που ισχύει σήμερα και για τον κορωνοϊό, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί εμβόλιο και θεραπεία που θα προλαμβάνει τους θανάτους – εξ ου κι η αναλογία. Θα ήταν παράλειψη εδώ να μην αναφέρουμε και τις καθημερινές πλέον φράσεις που περιγράφουν τις διάφορες ποικιλίες μάσκας ατομικής προστασίας από τον κορωνοϊό: μάσκα υφασμάτινη, μάσκα χειρουργική, μάσκα ασπίδα, μάσκα στόματος, ακόμη και για τη μάσκα ως φίμωτρο ακούσαμε από τους λεγόμενους συνωμοσιολόγους.
Ωστόσο στα ξένα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα είδαμε νεολογισμούς να περιγράφουν καταστάσεις της καθημερινότητας στην εποχή του κορωνοϊού που παραμένουν αμετάφραστοι στα ελληνικά. Τέτοιες λέξεις είναι οι παρακάτω: "zoombombing" η παρεμβολή άσχετων προσώπων στο φόντο κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας στην ηλ. εφαρμογή zoom, "quarantini" μια λέξη που περιγράφει το κοκτέηλ που πίνεται στο σπίτι κατά τη διάρκεια της καραντίνας, "maskne" η εκδήλωση ακμής λόγω χρήσης μάσκας, "doomsclrolling" όταν κολλάς άσχημα σε ροή από ειδήσεις για την πανδημία στην οθόνη του smartphone κι ο γερμανικός νεολογισμός "hamsterkauf" που σημαίνει ψώνια πανικού, ακατάσχετη συσσώρευση αγαθών. Κατά πόσον τέτοιες λέξεις ήρθαν για να μείνουν παραμένει να το δούμε. Η εξέλιξη της πανδημίας επιφυλάσσει μάλλον αρκετή έξτρα δουλειά για τους συντάκτες των λεξικών, για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, για τα ΜΜΕ, για τους επιστήμονες και κυρίως για όσους χαράζουν δημόσια πολιτική. Δεν εξαιρούνται τα ΜΚΔ του online σύμπαντός μας, τα οποία λόγω της συνεχόμενης ροής ειδήσεων για τον κορωνοϊό, κινούνται σε περίοδο διαγκωνισμού κι επαγρύπνησης.
Έχει επιστημονικά τεκμηριωθεί ότι οι επιδημίες, έπειτα από το χρονικό σημείο της ανακάλυψης και της διάδοσης θεραπείας, τείνουν να γίνονται κομμάτι της ιατρικής ρουτίνας με τα κατάλληλα φάρμακα ή εμβόλια. Κι έτσι τα Μέσα Ενημέρωσης παύουν να έχουν ειδησεογραφικό ενδιαφέρον για αυτά τα θέματα, εκτός εάν πρόκειται για θύματα διασημότητες κι επωνύμους. Ανάλογα με την πορεία εξέλιξης μιας επιδημίας αντίστοιχα εξελίσσεται και η δημόσια συζήτηση για αυτήν, όπως έγινε στην περίπτωση του HIV/AIDS, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε 40 χρόνια πριν. Η κάλυψη του ιού του AIDS ως είδηση, από ένα σημείο και μετά έπαψε να αφορά θανάτους και τρόπους μετάδοσης και αφορούσε περισσότερο την παγκόσμια βοήθεια στην Αφρική, τις φιλανθρωπίες, τις περιπτώσεις που έφταναν στο δικαστήριο. Οι επιδημίες όταν πλέον «κανονικοποιούνται» ιατρικά και σταδιακά αποσύρονται από τη δημόσια συζήτηση, τείνουν να παράγουν συγκεκριμένη ορολογία νομική ή κοινωνική μέσα από τις αντίστοιχες μικροειδήσεις, οι οποίες τελικά αντικαθιστούν την καθαρά ιατρική ειδησεογραφική κάλυψη. Δεν αποκλείεται λοιπόν, εκτός από ιατρική ορολογία, να δούμε και μια νέου τύπου νομοτεχνική ορολογία με βάση την κοινωνική εξέλιξη της πανδημίας. Για παράδειγμα είδαμε είδηση για την περίπτωση των νομικών συνεπειών που μπορεί να έχει κάποιος που θα κάνει εκδικητική αναφορά έναντι άλλου π.χ. καρφώνοντάς τον ως κρούσμα κορωνοϊού μέσω κοινωνικών δικτύων. Είναι αναμενόμενο τέτοιες νεοφανείς ιστορίες να παραγάγουν τη δική τους, νεοφανή ή μη, ορολογία.
Κέρδος για τη γλώσσα και την κοινωνία
Δεν πρέπει τέλος να αγνοούμε τη… συμβολή της πανδημίας στην περαιτέρω ανάδειξη του πλούτου και της πλαστικότητας της ελληνικής γλώσσας υπό την πίεση της έκτακτης ανάγκης. Για παράδειγμα ακούγοντας τους όρους δείκτης θνητότητας (fatality rate) και δείκτης θνησιμότητας (mortality rate) αναρωτιόμαστε αφού η θνητότητα κι η θνησιμότητα είναι ομόρριζες λέξεις, ποια να είναι η διαφορά. Η θνητότητα αφορά το ποσοστό των θανατηφόρων περιστατικών ως αναλογία των θανάτων σε σχέση με τους νοσούντες. Αντίστοιχα η θνησιμότητα σαν δείκτης αφορά το τελικό ποσοστό των θανάτων στο σύνολο ενός πληθυσμού όταν μελετάμε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ. ενός έτους - κι ως εκ τούτου είναι νωρίς ακόμη για να υπολογιστεί η θνησιμότητα της Covid-19 π.χ. στην Ελλάδα αφού προς το παρόν έχουμε να κάνουμε μόνο με το δείκτη θνητότητας μιας και η πανδημία βρίσκεται σε εξέλιξη. Και μαζί της εξελίσσεται αναπόφευκτα κι η ίδια η γλώσσα μας. Ήδη ο κορωνοϊός έχει φέρει στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης ένα σημαντικό αριθμό νέων λέξεων και φράσεων κι έχει αναθερμάνει το ενδιαφέρον για τη σημασία, την ετυμολογία αλλά και την ρητορική της πανδημίας. Το κοινό διψά και για έναν επιπλέον λόγο: το λεξιλόγιο της πανδημίας είναι πάραυτα συνδεδεμένο με την ίδια την κανονιστική φύση των δημόσιων πολιτικών. Αυτές οι εξελίξεις αναδεικνύουν την ανάγκη για περαιτέρω επαγρύπνηση, αποδελτίωση και έγκαιρη ενημέρωση εκ μέρους των γλωσσολόγων και των ειδικών στη λεξικολογία, κυρίως μέσα από τις ηλεκτρονικές τους εκδόσεις. Με αυτό τον τρόπο ενδέχεται να προλαμβάνονται και να αποφεύγονται συγχύσεις κι αδόκιμες ερμηνείες που ενίοτε καταλήγουν να τροφοδοτούν ένα κλίμα παραπληροφόρησης, αχρείαστο και συχνά επιβλαβές για την συντεταγμένη προσπάθεια υπέρ της δημόσιας υγείας σήμερα.
Μιχάλης Δρακάκης
Πηγή Athens voice.gr